ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΑΣΚΤ
ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΙΑΠΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ. ΜΕΡΟΣ B’.2. ΑΚΙΡΑ ΚΟΥΡΟΣΑΟΥΑ (1910-1998)
Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024 Ο Δολοφόνος του Τόκιο (Κουροσάουα, 1963) [Tengoku to jigoku, High and Low] (ασπρ., 143 λεπτ.)
είσ. ελεύθερη, ΑΙΘΟΥΣΑ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ
Το αστυνομικό μυθιστόρημα King’s Ransom (1959), του Ed McBain, αποτελεί την πηγή αλλά όχι το ύφος και την προσέγγιση της ταινίας. Ο Κουροσάουα δημιουργεί έναν μοναχικό, γεμάτο μίσος, αμετανόητο αλλά εύθραυστο αντιήρωα, που μοιάζει να ξεπήδησε από το «Έγκλημα και Τιμωρία», ο οποίος δεν φαίνεται να χρειάζεται ή έστω να θέλει τα χρήματα. Τόσο αυτός όσο και ο κλέφτης του πιστολιού του αστυνομικού στον Λυσσασμένο σκύλο (1949), ζουν στις παρυφές της κοινωνίας και την περιφρονούν βαθύτατα ως υπεράνθρωποι, πιστεύοντας ότι δικαιούνται να την υπερβαίνουν. Η ηθική εκλογίκευση της κοινωνικής τους θέσης περισσότερο παρά η ίδια η θέση, κινητοποιεί τις πράξεις τους.
Η έμφαση που δίνει ο Κουροσάουα στις επιφάνειες που δημιουργούν αντανακλάσεις, όπως το νερό, οι καθρέφτες και τα παράθυρα, υποδηλώνει ότι η υψηλή και χαμηλή κοινωνική και ηθική τοποθέτηση τόσο του βιομήχανου, όσο και του εκβιαστή του, μπορεί να μην είναι τόσο ξεκάθαρη όσο φαίνεται αρχικά. Ίσως αυτό να υποδηλώνει και το τέχνασμα του ροζ καπνού που εισβάλλει στον σχεδόν ειδησεογραφικό ρεαλισμό της ταινίας. Αναδύεται από την καμινάδα ενός αποτεφρωτήρα στον οποίο έχει καεί ένα ζωτικής σημασίας αποδεικτικό στοιχείο [πρώτη και μοναδική χρήση χρώματος από τον σκηνοθέτη μέχρι το Dodes’ka-den (1970)].
Η τελευταία σκηνή, ως αποκορύφωμα, ανάγει το ερώτημα του τι μπορεί να δει κανείς από πού, από μορφικό ή αφηγηματικό, σε ηθικό ερώτημα. Ο τέως μεγιστάνας κάθεται στο επισκεπτήριο της φυλακής, πρόσωπο με πρόσωπο με τον απαγωγέα. Δεν είναι πια ψηλά, ούτε χωρικά ούτε ταξικά: έχει απολυθεί από το εργοστάσιο και κάνει μια καινούργια αρχή. Ο εκβιαστής έχει καταφέρει, να τον κατεβάσει “στο επίπεδό του”, και καθώς πέφτει σε κρίση, το παντζούρι κατεβαίνει, αφήνοντας τον τέως μεγιστάνα στη δική του πλευρά του τζαμιού, να αντικρίζει μόνο την αντανάκλασή του.
Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Takashi Miike, θαυμαστής του Κουροσάουα γενικά και του Δολοφόνου του Τόκιο ειδικά, σε μια του συνέντευξη αφηγείται για την εποχή και το κοινωνικό πλαίσιο της ταινίας:
«Ήμουν τριών ετών όταν κυκλοφόρησε η ταινία το 1963.
Η Ιαπωνία είχε χάσει τον πόλεμο μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το Τόκιο ήταν ακόμα ερείπια λίγο πριν από αυτό, και ο πόλεμος της Κορέας είχε επίσης μόλις αρχίσει. Οι άνθρωποι έπρεπε να επιστρέψουν από το μηδέν, επειδή η χώρα είχε καταστραφεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά μόλις πριν λίγο καιρό, η Ιαπωνία είχε μια ξαφνική οικονομική άνοδο – εν μέρει λόγω της πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά και λόγω της επιτυχίας της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Πριν από αυτή την περίοδο, δεν θα μπορούσατε να δείτε φτώχεια ή οτιδήποτε αρνητικό στις οθόνες- η τηλεόραση και το σινεμά ήταν πολύ περιχαρακωμένα. Αλλά ένας διακόπτης γύρισε ξαφνικά και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η ψυχαγωγία ως μέσο για να ενθαρρυνθούν και να παρακινηθούν οι Ιάπωνες να συνεργαστούν. Αυτό έπαιξε ρόλο στην ανάταση του ιαπωνικού πνεύματος, και εκείνη την περίοδο ο ιαπωνικός κινηματογράφος έφτασε στο απόγειό του. Ο ρόλος του Κουροσάουα σε όλα αυτά είναι απολύτως αναμφισβήτητος. Δεν υπάρχει σκηνοθέτης από την Ιαπωνία που να μην έχει επηρεαστεί από το έργο του». Στη φωτό, ο Tsutomu Yamazaki,